- ποιότητες
- ποιότηςqualityfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποιότητα — η / ποιότης, ητος, ΝΜΑ, και ποιότη Ν [ποιός] η φύση ενός πράγματος κατά την αξία του και σε αντιδιαστολή προς την ποσότητα, η εσωτερική του υπόσταση, το ποιόν (α. «εμπόρευμα κακής ποιότητας» β. «κρασί εξαιρετικής ποιότητας» γ. «ποιότης τρυγός»,… … Dictionary of Greek
παθητικός — ή, ό (ΑΜ παθητικός, ή, όν) [παθητός] 1. αυτός που υφίσταται αδιαμαρτύρητα τα αποτελέσματα τών ενεργειών κάποιου άλλου («παθητική στάση») 2. ο γεμάτος πάθος, συγκίνηση ή αυτός που προκαλεί συγκίνηση («παθητική μελωδία») 3. γραμμ. αυτός που δηλώνει … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
ανάμικτος — η, ο (Α ἀνάμικτος, ον) [αναμείγνυμι] αυτός που αποτελείται από δύο ή περισσότερα πράγματα ή ποιότητες τού ίδιου πράγματος, που έχει υποστεί ανάμιξη, ανακατεμένος, ανάκατος νεοελλ. ο μη καθαρός, μη αγνός, νοθευμένος … Dictionary of Greek
βαζελίνη — Μείγμα υδρογονανθράκων με μεγάλο αριθμό ατόμων άνθρακα, κυρίως κεκορεσμένων της παραφινικής και ναφθενικής σειράς, με μικρές ποσότητες υδρογονανθράκων μη κεκορεσμένων της αιθυλενικής και διολεφινικής σειράς. Εμφανίζεται ως ημιστερεά μάζα,… … Dictionary of Greek
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
βελούδο — Ύφασμα χνουδωτό το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κατασκευή ενδυμάτων, στην επίστρωση επίπλων και γενικά στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Αποτελείται από δύο στοιχεία: το ύφασμα της βάσης και το χνούδι. Το β. μπορεί να παραχθεί από νήματα… … Dictionary of Greek
γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… … Dictionary of Greek
δαμάσκο — Ύφασμα γυαλιστερό και λείο που κατασκευάζεται συνήθως με μεταξωτές κλωστές. Το σχέδιο, που δίνεται με την ύφανση και όχι με το χρώμα, επιτυγχάνεται από την αντίθεση ανάμεσα στο στημόνι και στο υφάδι, που προκαλείται με την αντανάκλαση του φωτός… … Dictionary of Greek
ελαιουργία — η (AM ἐλαιουργία) η παρασκευή λαδιού από ελιές ή άλλες ύλες νεοελλ. 1. (γεωπ·) κλάδος τής γεωπονικής που ασχολείται με την επιστημονική παρασκευή τού λαδιού 2. η βιομηχανική κυρίως παρασκευή τού λαδιού με τα διάφορα στάδιά της, όπως π.χ. η… … Dictionary of Greek